αφύγρανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφύγρανση | οι | αφυγράνσεις |
γενική | της | αφύγρανσης* | των | αφυγράνσεων |
αιτιατική | την | αφύγρανση | τις | αφυγράνσεις |
κλητική | αφύγρανση | αφυγράνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφυγράνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφύγρανση < αφυγραίνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dehumidification)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφύγρανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφυγραίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφύγρανση