αφυδάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφυδάτωση | οι | αφυδατώσεις |
γενική | της | αφυδάτωσης* | των | αφυδατώσεων |
αιτιατική | την | αφυδάτωση | τις | αφυδατώσεις |
κλητική | αφυδάτωση | αφυδατώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφυδατώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφυδάτωση < αφυδατώνω + -ωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφυδάτωση θηλυκό
- η ενέργεια του αφυδατώνω
- (χημεία): η διαδικασία αφαίρεσης μορίων ύδατος από οποιαδήποτε ουσία.
- (ιατρική): η επικίνδυνη παθολογική κατάσταση οργανισμού από έλλειψη νερού
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφυδάτωση