Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφυδάτωση οι αφυδατώσεις
      γενική της αφυδάτωσης* των αφυδατώσεων
    αιτιατική την αφυδάτωση τις αφυδατώσεις
     κλητική αφυδάτωση αφυδατώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφυδατώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφυδάτωση < αφυδατώνω + -ωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφυδάτωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αφυδατώνω
  2. (χημεία): η διαδικασία αφαίρεσης μορίων ύδατος από οποιαδήποτε ουσία.
  3. (ιατρική): η επικίνδυνη παθολογική κατάσταση οργανισμού από έλλειψη νερού

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία