Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφυδατώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφυδατώνω
  2. θα αφυδατώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφυδατώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αφυδατώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφυδάτωση