Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονήωση οι απονηώσεις
      γενική της απονήωσης* των απονηώσεων
    αιτιατική την απονήωση τις απονηώσεις
     κλητική απονήωση απονηώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονηώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απονήωση < απο- + ναῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απονήωση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία