απονήωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απονήωση | οι | απονηώσεις |
γενική | της | απονήωσης* | των | απονηώσεων |
αιτιατική | την | απονήωση | τις | απονηώσεις |
κλητική | απονήωση | απονηώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονηώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απονήωση < απο- + ναῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απονήωση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) η απογείωση αεροσκαφών ή ελικοπτέρων από πλοίο
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απονήωση
|