↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίαψη οι περιάψεις
      γενική της περίαψης* των περιάψεων
    αιτιατική την περίαψη τις περιάψεις
     κλητική περίαψη περιάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιάψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίαψη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική periapsis < περί + αρχαία ελληνική ἅψις < ἅπτομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίαψη θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία