πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίαψη οι περιάψεις
      γενική της περίαψης* των περιάψεων
    αιτιατική την περίαψη τις περιάψεις
     κλητική περίαψη περιάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιάψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίαψη θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία