ενικός         πληθυντικός  
height heights

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

height (en)

  1. το ύψος
  2. η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα
    ⮡  the height of my career - το αποκορύφωμα της καριέρας μου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peak