Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενυχιάζω < ξε + νύχι + -άζω

ξενυχιάζω

  1. πατάω κάποιον στα νύχια και τον πονώ
  2. τον βασανίζω, του βγάζω τα νύχια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία