Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nail nails

nail (en)

  1. (ανατομία) το νύχι
    ⮡  I’m cutting my nails.
    Κόβω τα νύχια μου.
    ⮡  He was biting his nails.
    Έτρωγε τα νύχια του.
  2. το καρφί
    ⮡  The nails scratched the floor.
    Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
    ⮡  I drove a nail into the wall.
    Έμπηξα το καρφί στον τοίχο.
ενεστώτας nail
γ΄ ενικό ενεστώτα nails
αόριστος nailed
παθητική μετοχή nailed
ενεργητική μετοχή nailing

nail (en)

  1. καρφώνω
    ⮡  I’m nailing the lid to the box.
    Καρφώνω το καπάκι στο κουτί.
  2. (ανεπίσημο) καρφώνω, βρίσκω - πετυχαίνω ακριβώς, βρίσκω κέντρο
    ⮡  With an excellent header, she nailed the ball into the net.
    Με μια έξοχη κεφαλιά κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα.
  3. (λαϊκότροπο) αποσαφηνίζω, ορίζω
  4. (μεταφορικά) εντοπίζω