nail
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nail | nails |
nail (en)
- (ανατομία) το νύχι
- ⮡ I’m cutting my nails.
- Κόβω τα νύχια μου.
- ⮡ He was biting his nails.
- Έτρωγε τα νύχια του.
- ⮡ I’m cutting my nails.
- το καρφί
- ⮡ The nails scratched the floor.
- Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
- ⮡ I drove a nail into the wall.
- Έμπηξα το καρφί στον τοίχο.
- ⮡ The nails scratched the floor.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | nail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nails |
αόριστος | nailed |
παθητική μετοχή | nailed |
ενεργητική μετοχή | nailing |
nail (en)
- καρφώνω
- ⮡ I’m nailing the lid to the box.
- Καρφώνω το καπάκι στο κουτί.
- ⮡ I’m nailing the lid to the box.
- (ανεπίσημο) καρφώνω, βρίσκω - πετυχαίνω ακριβώς, βρίσκω κέντρο
- ⮡ With an excellent header, she nailed the ball into the net.
- Με μια έξοχη κεφαλιά κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα.
- ⮡ With an excellent header, she nailed the ball into the net.
- (λαϊκότροπο) αποσαφηνίζω, ορίζω
- (μεταφορικά) εντοπίζω