Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νυχάκι τα νυχάκια
      γενική
    αιτιατική το νυχάκι τα νυχάκια
     κλητική νυχάκι νυχάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυχάκι < νύχι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νυχάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του νύχι
  2. (ειδικότερα) (γαστρονομία) είδος πολύ μικρού ρυζιού

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη νύχι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νύχι