↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεικεστήρ οἱ νεικεστῆρες
      γενική τοῦ νεικεστῆρος τῶν νεικεστήρων
      δοτική τῷ νεικεστῆρ τοῖς νεικεστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν νεικεστῆρ τοὺς νεικεστῆρᾰς
     κλητική ! νεικεστήρ νεικεστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεικεστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  νεικεστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεικεστήρ < νεικέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεικεστήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. (σπάνιο) που κατηγορεί κάποιον, κατήγορος
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 716 (715-716)
    μηδὲ πολύξεινον μηδ᾽ ἄξεινον καλέεσθαι, | μηδὲ κακῶν ἕταρον μηδ᾽ ἐσθλῶν νεικεστῆρα.
    Μήτε να λέγεσαι άνθρωπος που φιλοξενεί πολλούς, μήτ᾽ αφιλόξενος, | μήτε και φίλος των κακών, μήτε και των καλών κατήγορος,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (σπάνιο) φιλόνικος, καυγατζής

Συγγενικά

επεξεργασία