φιλονικέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλονικέω παρασύνθετο του φιλόνικος
Ρήμα
επεξεργασίαφιλονικέω - φιλονικῶ (συνηρημένο)
- αγαπώ έντονα τις φιλονικίες
- αγαπώ τις νίκες, αλλά και τις έριδες
- διαπληκτίζομαι
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα φιλονικέω αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (5, 43)