αδιαφιλονίκητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιαφιλονίκητα < αδιαφιλονίκητος
Επίρρημα
επεξεργασίααδιαφιλονίκητα
- κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο, χωρίς να υπάρχει καμιά αντίρρηση
- ήταν αδιαφιλονίκητα ο πρωταγωνιστής της βραδιάς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιαφιλονίκητα