αμφισβητήσιμος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμφισβητήσιμος < αρχαία ελληνική ἀμφισβητήσιμος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αμφισβητήσιμος -η -ο
- που μπορεί αλλά και ίσως πρέπει να αμφισβητηθεί, αυτός που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ευσταθεί, που είναι αμφίβολης ακρίβειας, που δεν είναι γενικά αποδεκτός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αμφισβητήσιμος
|