Δείτε επίσης: αλήθεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλήθει αἱ ἀλήθειαι
      γενική τῆς ἀληθείᾱς τῶν ἀληθειῶν
      δοτική τῇ ἀληθεί ταῖς ἀληθείαις
    αιτιατική τὴν ἀλήθειᾰν τὰς ἀληθείᾱς
     κλητική ! ἀλήθει ἀλήθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀληθεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀληθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλήθεια, ήδη ομηρικό < ἀληθ(ής) + -εια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλήθεια θηλυκό

  1. η αλήθεια
  2. η ειλικρίνεια

Άλλες μορφές

επεξεργασία