διαλανθάνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλανθάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλανθάνω < δια- + λανθάνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.lanˈθa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐λαν‐θά‐νω
Ρήμα επεξεργασία
διαλανθάνω, αόρ.: διέλαθα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) ξεφεύγω, μένω απαρατήρητος + αιτιατική
- ↪ Το νήπιο διέλαθε την προσοχή της μητέρας του προκειμένου να περάσει το δρόμο απέναντι και διερχόμενο αυτοκίνητο το χτύπησε.
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διαλανθάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλανθάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.