↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔκλησῐς αἱ ἐκλήσεις
      γενική τῆς ἐκλήσεως τῶν ἐκλήσεων
      δοτική τῇ ἐκλήσει ταῖς ἐκλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔκλησῐν τὰς ἐκλήσεις
     κλητική ! ἔκλησῐ ἐκλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκλήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐκλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔκλησις < ἔκ- + λῆσις (<ἐκλανθάνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔκλησις, -εως θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία