Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός mistaken
συγκριτικός more mistaken
υπερθετικός most mistaken

mistaken (en)

  • γελασμένος, γελιέμαι, κάνω λάθος για τη γνώμη ή την κρίση μου
    ⮡  You are mistaken if you think you can laugh at me.
    Είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι μπορείς να γελάσεις μαζί μου.
    ⮡  You are Paul’s brother, if I’m not mistaken.
    Είσαι αδελφός του Παύλου, αν δεν γελιέμαι.
    ⮡  I thought it was you, but it appears I was mistaken.
    Νόμισα ότι ήσουν εσύ, αλλά φαίνεται πως γελάστηκα.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

mistaken (en)