γελιέμαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γελιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος γελάω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝeˈʎe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐λιέ‐μαι
ΡήμαΕπεξεργασία
γελιέμαι, π.αόρ.: γελάστηκα, μτχ.π.π.: γελασμένος, (ενεργ.: γελάω/γελώ)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάνω λάθος