σιχασιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σιχασιάρικος < σιχασιάρης + -ικος
Επίθετο
επεξεργασία
σιχασιάρικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιχασιάρικος
|
σιχασιάρικος
|