σιχασιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιχασιάρης | η | σιχασιάρα | το | σιχασιάρικο |
γενική | του | σιχασιάρη | της | σιχασιάρας | του | σιχασιάρικου |
αιτιατική | τον | σιχασιάρη | τη | σιχασιάρα | το | σιχασιάρικο |
κλητική | σιχασιάρη | σιχασιάρα | σιχασιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιχασιάρηδες | οι | σιχασιάρες | τα | σιχασιάρικα |
γενική | των | σιχασιάρηδων | — | των | σιχασιάρικων | |
αιτιατική | τους | σιχασιάρηδες | τις | σιχασιάρες | τα | σιχασιάρικα |
κλητική | σιχασιάρηδες | σιχασιάρες | σιχασιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασιχασιάρης, -α, -ικο
- (για άνθρωπο) που εύκολα σιχαίνεται
- ⮡ δεν έτρωγε από άλλο πιάτο ούτε τη σαλάτα, τόσο σιχασιάρης ήταν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σιχασιά και σιχαίνομαι