σικχός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σικχός | οἱ | σικχοί |
γενική | τοῦ | σικχοῦ | τῶν | σικχῶν |
δοτική | τῷ | σικχῷ | τοῖς | σικχοῖς |
αιτιατική | τὸν | σικχόν | τοὺς | σικχούς |
κλητική ὦ! | σικχέ | σικχοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σικχώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σικχοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σικχός < αβέβαιης ετυμολογίας. Το σύμπλεγμα συμφώνων (-κχ-) υποδηλώνει ότι δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασικχός, -οῦ αρσενικό
- (ιδιαίτερα για φαγητό) δύστροπος, σιχασιάρης
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Εὐδήμεια, 1234a, @poesialatina.it
- ἔστι δὲ καὶ ἡ εὐτραπελία μεσότης, καὶ ὁ εὐτράπελος μέσος τοῦ ἀγροίκου καὶ δυστραπέλου καὶ τοῦ βωμολόχου. ὥσπερ γὰρ περὶ τροφὴν ὁ σικχὸς τοῦ παμφάγου διαφέρει τῷ ὃ μὲν μηθὲν ἢ ὀλίγα καὶ χαλεπῶς προσίεσθαι, ὃ δὲ πάντα εὐχερῶς, οὕτω καὶ ὁ ἄγροικος ἔχει πρὸς τὸν φορτικὸν καὶ βωμολόχον· ὃ μὲν γὰρ οὐθὲν γελοῖον ἀλλὰ χαλεπῶς προσίεται, ὃ δὲ πάντα εὐχερῶς καὶ ἡδέως.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 80 262a, @scaife.perseus, @el.wikisource
- κυρίως δὲ ὁ κόλαξ ἐπὶ τούτου κεῖται· κόλον γὰρ ἡ τροφή, ὅθεν καὶ ὁ βουκόλος καὶ ὁ δύσκολος, ὅς ἐστι δυσάρεστος καὶ σικχός, κοιλία τε ἡ τὴν τροφὴν δεχομένη, ψωμοκόλαφον δ’ εἴρηκε Δίφιλος ἐν Θησεῖ οὕτως·
- ≠ αντώνυμα: παμφάγος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Εὐδήμεια, 1234a, @poesialatina.it
- βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός, σιχαμερός
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- σικχός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.