σίχαμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σίχαμα | τα | σιχάματα |
γενική | του | σιχάματος | των | σιχαμάτων |
αιτιατική | το | σίχαμα | τα | σιχάματα |
κλητική | σίχαμα | σιχάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σίχαμα < σιχαίνομαι + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίχαμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιχαίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σίχαμα
|