ενεστώτας loathe
γ΄ ενικό ενεστώτα loathes
αόριστος loathed
παθητική μετοχή loathed
ενεργητική μετοχή loathing

loathe (en) (όχι στα continuous tenses)

  • σιχαίνομαι, απεχθάνομαι
    ⮡  I loathe the smell of garlic/driving.
    Σιχαίνομαι τη μυρωδιά του σκόρδου/να οδηγώ.
    ⮡  I don’t like the deceit, but I loathe the hypocrisy.
    Δε μου αρέσει το ψέμα, αλλά την υποκρισία την απεχθάνομαι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hate

Συγγενικά

επεξεργασία