Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας abhor
γ΄ ενικό ενεστώτα abhors
αόριστος abhorred
παθητική μετοχή abhorred
ενεργητική μετοχή abhorring

  Ρήμα επεξεργασία

abhor (en) (όχι στα continuous tenses)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία