Ετυμολογία

επεξεργασία
abominate < λατινική abominatus, παθητική μετοχή του abominari < ab + omen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈbɒm.ɪ.neɪt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /əˈbɑː.mə.neɪt/ (ΗΠΑ)
 

abominate (en) (επίσημο)

"Much as I abominate writing, I would not give up Mr. Collins's correspondence for any consideration." (Pride and Prejudice)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη hate

Συγγενικά

επεξεργασία