abomination
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
abomination (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
- hold sb/sth in abomination: σιχαίνομαι κπ/κτ
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abomination | abominations |
abomination (fr) θηλυκό