Ουσιαστικό

επεξεργασία

abomination (en)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • hold sb/sth in abomination: σιχαίνομαι κπ/κτ



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abomination abominations

abomination (fr) θηλυκό

  1. η φρίκη
  2. το αίσχος