έκτρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έκτρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκτρωμα (αρχαία σημασία: το πρόωρα γεννημένο νεκρό παιδί) [1] Δείτε επίσης τρωτός και την αρχαία ελληνική τιτρώσκω.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈek.tɾo.ma/ με χωρισμό του συμπλέγματος ktɾ στα μορφολογικά όρια του προθήματος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐κτρω‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : έκ‐τρω‐μα (μορφολογικός συλλαβισμός) [2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
έκτρωμα ουδέτερο
- το εξάμβλωμα
- (μεταφορικά) κάτι που είναι τερατόμορφο ή κακότεχνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξάμβλωμα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ έκτρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Παράδειγμα νέου και παλιού συλλαβισμού στα λήμματα: έκτρωμα & εκτρωματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)