Δείτε επίσης: έκτρωμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔκτρωμᾰ τὰ ἐκτρώμᾰτ
      γενική τοῦ ἐκτρώμᾰτος τῶν ἐκτρωμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐκτρώμᾰτ τοῖς ἐκτρώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔκτρωμᾰ τὰ ἐκτρώμᾰτ
     κλητική ! ἔκτρωμᾰ ἐκτρώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκτρώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐκτρωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔκτρωμα < ἐκτιτρώσκω θέμα τρω- + -μα.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ἔκ- + ιωνικός & δωρικός τύπος: τρῶμα / τρώμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔκτρωμα ουδέτερο

  1. το πρόωρα γεννημένο νεκρό έμβρυο
  2. (ελληνιστική σημασία) εξάμβλωμα, έκτρωμα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «έκτρωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.