ἔκτρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἔκτρωμᾰ | τὰ | ἐκτρώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἐκτρώμᾰτος | τῶν | ἐκτρωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἐκτρώμᾰτῐ | τοῖς | ἐκτρώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἔκτρωμᾰ | τὰ | ἐκτρώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἔκτρωμᾰ | ἐκτρώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκτρώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκτρωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἔκτρωμα < ἐκτιτρώσκω θέμα τρω- + -μα.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ἔκ- + ιωνικός & δωρικός τύπος: τρῶμα / τρώμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἔκτρωμα ουδέτερο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ s.v. «έκτρωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- ἔκτρωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔκτρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.