Δείτε επίσης: ἐξάμβλωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάμβλωμα τα εξαμβλώματα
      γενική του εξαμβλώματος των εξαμβλωμάτων
    αιτιατική το εξάμβλωμα τα εξαμβλώματα
     κλητική εξάμβλωμα εξαμβλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάμβλωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξάμβλωμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avorton)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξάμβλωμα ουδέτερο

  1. (λόγιο, ιατρική) το έμβρυο που βγήκε με άμβλωση / έκτρωση
     συνώνυμα: απόβγαλμα, απόρριγμα, έκτρωμα, άμβλωμα
  2. κάτι που είναι τερατόμορφο ή κακότεχνο
     συνώνυμα: έκτρωμα, άμβλωμα
     αντώνυμα: κομψοτέχνημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία