Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
reprisal reprisals

  Ετυμολογία επεξεργασία

reprisal < αγγλονορμανδική reprisaille < ιταλική ripresaglia < ripreso < riprendere < λατινική reprendere < reprehendere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

reprisal (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)