εκδικητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδικητικότητα < εκδικητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκδικητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του εκδικητικού, η έφεση προς την εκδίκηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εκδικούμαι και δίκη