ρεβανσισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεβανσισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική revanchisme < revanche (εκδίκηση) < λατινική vindico < dico < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*deyḱ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεβανσισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτικός και κοινωνικός όρος ο οποίος δηλώνει τη στάση που καλλιεργείται αποκλειστικά από το πνεύμα της αντεκδίκησης ύστερα από μία ήττα
- Ο ρεβανσισμός και η μισαλλοδοξία των διοικούντων απέναντι στους εργαζόμενους που δεν γονατίζουν μπροστά στις απειλές και την τρομοκρατία, θα απαντηθεί από εμάς όπως πρέπει και με την διάρκεια που αρμόζει. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεβανσισμός