↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεβανσισμός οι ρεβανσισμοί
      γενική του ρεβανσισμού των ρεβανσισμών
    αιτιατική τον ρεβανσισμό τους ρεβανσισμούς
     κλητική ρεβανσισμέ ρεβανσισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεβανσισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική revanchisme < revanche (εκδίκηση) < λατινική vindico < dico < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*deyḱ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεβανσισμός αρσενικό

  • (πολιτική) πολιτικός και κοινωνικός όρος ο οποίος δηλώνει τη στάση που καλλιεργείται αποκλειστικά από το πνεύμα της αντεκδίκησης ύστερα από μία ήττα
    Ο ρεβανσισμός και η μισαλλοδοξία των διοικούντων απέναντι στους εργαζόμενους που δεν γονατίζουν μπροστά στις απειλές και την τρομοκρατία, θα απαντηθεί από εμάς όπως πρέπει και με την διάρκεια που αρμόζει. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία