Ετυμολογία

επεξεργασία
revanche < revenche < se revancher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁ(ə)vɑ̃ʃ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
revanche revanches

revanche (fr) θηλυκό

  1. η ρεβάνς
  2. (μεταφορικά) la revanche de quelqu'un - η επάνοδος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία