ρεβανσιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεβανσιστικά < ρεβανσιστικός + -α < ρεβανσιστής < γαλλική revanchiste
Επίρρημα
επεξεργασίαρεβανσιστικά
- με τρόπο ρεβανσιστικό και εκδικητικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρεβανσισμός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαρεβανσιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρεβανσιστικό