ρεβανσιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεβανσιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική revanchiste[1] + -ής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεβανσιστής αρσενικό (θηλυκό: ρεβανσίστρια)
- κάποιος που ενεργεί με τρόπο μνησίκακο και εκδικητικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρεβανσισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεβανσιστής
- ↑ ρεβανσιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας