Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεβανσιστικός η ρεβανσιστική το ρεβανσιστικό
      γενική του ρεβανσιστικού της ρεβανσιστικής του ρεβανσιστικού
    αιτιατική τον ρεβανσιστικό τη ρεβανσιστική το ρεβανσιστικό
     κλητική ρεβανσιστικέ ρεβανσιστική ρεβανσιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεβανσιστικοί οι ρεβανσιστικές τα ρεβανσιστικά
      γενική των ρεβανσιστικών των ρεβανσιστικών των ρεβανσιστικών
    αιτιατική τους ρεβανσιστικούς τις ρεβανσιστικές τα ρεβανσιστικά
     κλητική ρεβανσιστικοί ρεβανσιστικές ρεβανσιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεβανσιστικός < ρεβανσιστ(ής) + -ικός [1]

  Επίθετο επεξεργασία

ρεβανσιστικός

  • που έχει σχέση με τον ρεβανσισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
    ※  Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα με εμφανή ρεβανσιστική διάθεση εμφανίσθηκαν διεθνείς παράγοντες που είχαν ρόλο στη διαχείριση του Σχεδίου Ανάν να συστήνουν την εκμετάλλευση της «ευκαιρίας» που προσφέρει η κρίση ώστε να λυθεί το Κυπριακό. (@ethnos.gr)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία