φιλέκδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλέκδικος < φίλος + εκδικούμαι + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλέκδικος, -η, -ο
- (λόγιο) που επιδιώκει την εκδίκηση, εκδικητικός
- ※ ―Νά μιὰ ζυγιά! ἐφώναξε φιλέκδικος ὁ Στάμος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις φίλος, εκδικούμαι και δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλέκδικος
Πηγές
επεξεργασία- φιλέκδικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)