μεταλλάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταλλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταλλάσσω < μετ- + ἀλλάσσω / ἀλλάττω
Ρήμα
επεξεργασίαμεταλλάσσω, αόρ.: μετάλλαξα, παθ.φωνή: μεταλλάσσομαι, π.αόρ.: μεταλλάχθηκα, μτχ.π.π.: μεταλλαγμένος
- αλλάζω κάτι σε κάτι άλλο
- (ιατρική) αλλάζω ένα φυσιολογικό ιστό ή κύτταρο σε μη φυσιολογικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμεταλλάσσω
- αλλάζω κάτι με κάτι άλλο, εγκαταλείπω κάτι για να δεχτώ κάτι άλλο
- ⮡ μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει
- αφήνω
- ⮡ μεταλλάσσω τον βίον: αφήνω τη ζωή
- (αμετάβατο) αλλάζω, υπόκειμαι σε αλλαγή
- αντικαθιστώ
- μεταφέρω
Πηγές
επεξεργασία- μεταλλάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταλλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.