Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταλλάσσω < μετ- + ἀλλάσσω / ἀλλάττω

μεταλλάσσω, αόρ.: μετάλλαξα, παθ.φωνή: μεταλλάσσομαι, π.αόρ.: μεταλλάχθηκα, μτχ.π.π.: μεταλλαγμένος

  1. αλλάζω κάτι σε κάτι άλλο
  2. (ιατρική) αλλάζω ένα φυσιολογικό ιστό ή κύτταρο σε μη φυσιολογικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλάσσω < μετ- + ἀλλάσσω / ἀλλάττω

μεταλλάσσω

  1. αλλάζω κάτι με κάτι άλλο, εγκαταλείπω κάτι για να δεχτώ κάτι άλλο
    ⮡  μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει
  2. αφήνω
    ⮡  μεταλλάσσω τον βίον: αφήνω τη ζωή
  3. (αμετάβατο) αλλάζω, υπόκειμαι σε αλλαγή
  4. αντικαθιστώ
  5. μεταφέρω