μεταλλάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταλλάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταλλάσσω με μεταπλασμό < (μετά) μετ- + ἀλλάσσω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.taˈla.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταλ‐λά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμεταλλάζω, αόρ.: μετάλλαξα, παθ.φωνή: μεταλλάζομαι, π.αόρ.: μεταλλάχτηκα, μτχ.π.π.: μεταλλαγμένος
- (σπάνιο) άλλη μορφή του μεταλλάσσω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεταλλάσσω και μέταλλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταλλάζω | μετάλλαζα | θα μεταλλάζω | να μεταλλάζω | μεταλλάζοντας | |
β' ενικ. | μεταλλάζεις | μετάλλαζες | θα μεταλλάζεις | να μεταλλάζεις | μετάλλαζε | |
γ' ενικ. | μεταλλάζει | μετάλλαζε | θα μεταλλάζει | να μεταλλάζει | ||
α' πληθ. | μεταλλάζουμε | μεταλλάζαμε | θα μεταλλάζουμε | να μεταλλάζουμε | ||
β' πληθ. | μεταλλάζετε | μεταλλάζατε | θα μεταλλάζετε | να μεταλλάζετε | μεταλλάζετε | |
γ' πληθ. | μεταλλάζουν(ε) | μετάλλαζαν μεταλλάζαν(ε) |
θα μεταλλάζουν(ε) | να μεταλλάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετάλλαξα | θα μεταλλάξω | να μεταλλάξω | μεταλλάξει | ||
β' ενικ. | μετάλλαξες | θα μεταλλάξεις | να μεταλλάξεις | μετάλλαξε | ||
γ' ενικ. | μετάλλαξε | θα μεταλλάξει | να μεταλλάξει | |||
α' πληθ. | μεταλλάξαμε | θα μεταλλάξουμε | να μεταλλάξουμε | |||
β' πληθ. | μεταλλάξατε | θα μεταλλάξετε | να μεταλλάξετε | μεταλλάξτε | ||
γ' πληθ. | μετάλλαξαν μεταλλάξαν(ε) |
θα μεταλλάξουν(ε) | να μεταλλάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταλλάξει | είχα μεταλλάξει | θα έχω μεταλλάξει | να έχω μεταλλάξει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταλλάξει | είχες μεταλλάξει | θα έχεις μεταλλάξει | να έχεις μεταλλάξει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταλλάξει | είχε μεταλλάξει | θα έχει μεταλλάξει | να έχει μεταλλάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταλλάξει | είχαμε μεταλλάξει | θα έχουμε μεταλλάξει | να έχουμε μεταλλάξει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταλλάξει | είχατε μεταλλάξει | θα έχετε μεταλλάξει | να έχετε μεταλλάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταλλάξει | είχαν μεταλλάξει | θα έχουν μεταλλάξει | να έχουν μεταλλάξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταλλάζομαι | μεταλλαζόμουν(α) | θα μεταλλάζομαι | να μεταλλάζομαι | ||
β' ενικ. | μεταλλάζεσαι | μεταλλαζόσουν(α) | θα μεταλλάζεσαι | να μεταλλάζεσαι | ||
γ' ενικ. | μεταλλάζεται | μεταλλαζόταν(ε) | θα μεταλλάζεται | να μεταλλάζεται | ||
α' πληθ. | μεταλλαζόμαστε | μεταλλαζόμαστε μεταλλαζόμασταν |
θα μεταλλαζόμαστε | να μεταλλαζόμαστε | ||
β' πληθ. | μεταλλάζεστε | μεταλλαζόσαστε μεταλλαζόσασταν |
θα μεταλλάζεστε | να μεταλλάζεστε | (μεταλλάζεστε) | |
γ' πληθ. | μεταλλάζονται | μεταλλάζονταν μεταλλαζόντουσαν |
θα μεταλλάζονται | να μεταλλάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταλλάχτηκα | θα μεταλλαχτώ | να μεταλλαχτώ | μεταλλαχτεί | ||
β' ενικ. | μεταλλάχτηκες | θα μεταλλαχτείς | να μεταλλαχτείς | μεταλλάξου | ||
γ' ενικ. | μεταλλάχτηκε | θα μεταλλαχτεί | να μεταλλαχτεί | |||
α' πληθ. | μεταλλαχτήκαμε | θα μεταλλαχτούμε | να μεταλλαχτούμε | |||
β' πληθ. | μεταλλαχτήκατε | θα μεταλλαχτείτε | να μεταλλαχτείτε | μεταλλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | μεταλλάχτηκαν μεταλλαχτήκαν(ε) |
θα μεταλλαχτούν(ε) | να μεταλλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεταλλαχτεί | είχα μεταλλαχτεί | θα έχω μεταλλαχτεί | να έχω μεταλλαχτεί | μεταλλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις μεταλλαχτεί | είχες μεταλλαχτεί | θα έχεις μεταλλαχτεί | να έχεις μεταλλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεταλλαχτεί | είχε μεταλλαχτεί | θα έχει μεταλλαχτεί | να έχει μεταλλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταλλαχτεί | είχαμε μεταλλαχτεί | θα έχουμε μεταλλαχτεί | να έχουμε μεταλλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεταλλαχτεί | είχατε μεταλλαχτεί | θα έχετε μεταλλαχτεί | να έχετε μεταλλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταλλαχτεί | είχαν μεταλλαχτεί | θα έχουν μεταλλαχτεί | να έχουν μεταλλαχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μεταλλαγμένος - είμαστε, είστε, είναι μεταλλαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μεταλλαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μεταλλαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μεταλλαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μεταλλαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μεταλλαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μεταλλαγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- «μεταλλάσσω, μεταλλάζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- παθητικός τύπος: μεταλλάζομαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)