Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλλάσσω < αρχαία ελληνική παραλλάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

παραλλάσσω (παθητική φωνή: παραλλάσσομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία