παραλλάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλλάσσω < αρχαία ελληνική παραλλάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραλλάσσω (παθητική φωνή: παραλλάσσομαι)
- άλλη μορφή του παραλλάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- απαράλλακτα / απαράλλαχτα / απαράλλαγα
- απαράλλακτος / απαράλλαχτος / απαράλλαγος
- απαραλλαξία
- παραλλαγή
- παράλλαγμα
- παραλλαγμένος
- παραλλάζω
- παράλλαξη
- → δείτε τις λέξεις παρά, αλλάσσω και αλλάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραλλάσσω | παράλλασσα | θα παραλλάσσω | να παραλλάσσω | παραλλάσσοντας | |
β' ενικ. | παραλλάσσεις | παράλλασσες | θα παραλλάσσεις | να παραλλάσσεις | παράλλασσε | |
γ' ενικ. | παραλλάσσει | παράλλασσε | θα παραλλάσσει | να παραλλάσσει | ||
α' πληθ. | παραλλάσσουμε | παραλλάσσαμε | θα παραλλάσσουμε | να παραλλάσσουμε | ||
β' πληθ. | παραλλάσσετε | παραλλάσσατε | θα παραλλάσσετε | να παραλλάσσετε | παραλλάσσετε | |
γ' πληθ. | παραλλάσσουν(ε) | παράλλασσαν παραλλάσσαν(ε) |
θα παραλλάσσουν(ε) | να παραλλάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παράλλαξα | θα παραλλάξω | να παραλλάξω | παραλλάξει | ||
β' ενικ. | παράλλαξες | θα παραλλάξεις | να παραλλάξεις | παράλλαξε | ||
γ' ενικ. | παράλλαξε | θα παραλλάξει | να παραλλάξει | |||
α' πληθ. | παραλλάξαμε | θα παραλλάξουμε | να παραλλάξουμε | |||
β' πληθ. | παραλλάξατε | θα παραλλάξετε | να παραλλάξετε | παραλλάξτε | ||
γ' πληθ. | παράλλαξαν παραλλάξαν(ε) |
θα παραλλάξουν(ε) | να παραλλάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραλλάξει | είχα παραλλάξει | θα έχω παραλλάξει | να έχω παραλλάξει | ||
β' ενικ. | έχεις παραλλάξει | είχες παραλλάξει | θα έχεις παραλλάξει | να έχεις παραλλάξει | ||
γ' ενικ. | έχει παραλλάξει | είχε παραλλάξει | θα έχει παραλλάξει | να έχει παραλλάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραλλάξει | είχαμε παραλλάξει | θα έχουμε παραλλάξει | να έχουμε παραλλάξει | ||
β' πληθ. | έχετε παραλλάξει | είχατε παραλλάξει | θα έχετε παραλλάξει | να έχετε παραλλάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραλλάξει | είχαν παραλλάξει | θα έχουν παραλλάξει | να έχουν παραλλάξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλλάσσω
|