Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαράλλακτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαράλλακτ
ος
η
απαράλλακτ
η
το
απαράλλακτ
ο
γενική
του
απαράλλακτ
ου
της
απαράλλακτ
ης
του
απαράλλακτ
ου
αιτιατική
τον
απαράλλακτ
ο
την
απαράλλακτ
η
το
απαράλλακτ
ο
κλητική
απαράλλακτ
ε
απαράλλακτ
η
απαράλλακτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαράλλακτ
οι
οι
απαράλλακτ
ες
τα
απαράλλακτ
α
γενική
των
απαράλλακτ
ων
των
απαράλλακτ
ων
των
απαράλλακτ
ων
αιτιατική
τους
απαράλλακτ
ους
τις
απαράλλακτ
ες
τα
απαράλλακτ
α
κλητική
απαράλλακτ
οι
απαράλλακτ
ες
απαράλλακτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαράλλακτος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
απαράλλακτος
, -η, -ο
απολύτως
όμοιος
, χωρίς να έχει υποστεί καμιά
αλλαγή
⮡
πέρασαν τόσα χρόνια, μα αυτός είναι
ίδιος κι απαράλλακτος
όπως τότε
Συγγενικά
επεξεργασία
αλλαγή
παραλλαγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαράλλακτος
αγγλικά
:
immutable
(en)
γαλλικά
:
identique
(fr)
,
inchangé
(fr)