απαράλλαχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απαράλλαχτος < απαράλλακτος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.paˈɾa.la.xtos/
Επίθετο
επεξεργασία
απαράλλαχτος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαράλλαχτος
|