Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαραλλαξία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
απαραλλαξί
α
οι
απαραλλαξί
ες
γενική
της
απαραλλαξί
ας
των
απαραλλαξι
ών
αιτιατική
την
απαραλλαξί
α
τις
απαραλλαξί
ες
κλητική
απαραλλαξί
α
απαραλλαξί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαραλλαξία
<
ελληνιστική κοινή
ἀπαραλλαξία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απαραλλαξία
θηλυκό
(
λόγιο
) το να είναι κάποιος ή κάτι
απαράλλαχτο(ς)
Συνώνυμα
επεξεργασία
ομοιότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαραλλαξία
αγγλικά
:
likeness
(en)