Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραλλαγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραλλαγμέν
ος
η
παραλλαγμέν
η
το
παραλλαγμέν
ο
γενική
του
παραλλαγμέν
ου
της
παραλλαγμέν
ης
του
παραλλαγμέν
ου
αιτιατική
τον
παραλλαγμέν
ο
την
παραλλαγμέν
η
το
παραλλαγμέν
ο
κλητική
παραλλαγμέν
ε
παραλλαγμέν
η
παραλλαγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραλλαγμέν
οι
οι
παραλλαγμέν
ες
τα
παραλλαγμέν
α
γενική
των
παραλλαγμέν
ων
των
παραλλαγμέν
ων
των
παραλλαγμέν
ων
αιτιατική
τους
παραλλαγμέν
ους
τις
παραλλαγμέν
ες
τα
παραλλαγμέν
α
κλητική
παραλλαγμέν
οι
παραλλαγμέν
ες
παραλλαγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραλλαγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παραλλάζω
και
παραλλάσσω
Μετοχή
επεξεργασία
παραλλαγμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
παραλλάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραλλαγμένος