Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράλλαξη οι παραλλάξεις
      γενική της παράλλαξης* των παραλλάξεων
    αιτιατική την παράλλαξη τις παραλλάξεις
     κλητική παράλλαξη παραλλάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραλλάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράλλαξη < αρχαία ελληνική παράλλαξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράλλαξη θηλυκό

  1. (οπτική) η αλλαγή της θέσης δύο στατικών σημείων, που οφείλεται στην κίνηση του παρατηρητή ή όταν αυτός έχει στερεοσκοπική όραση και ανοιγοκλείνει τα μάτια του με αντίθετο χρονισμό το καθένα (βοηθά μόνο για σχετικά κοντινές αποστάσεις)
  2. (ναυτικός όρος) η θέση ενός αντικειμένου όπου η διόπτευση αυτού είναι 90 μοίρες (δεξιά ή αριστερά). Δηλαδή το αντικείμενο βρίσκεται προς το εγκάρσιο του πλοίου
  3. (αστρονομία) γωνία υπό την οποία προβάλλεται από ένα ουράνιο σώμα η ακτίνα της Γης (ή της γήινης τροχιάς για τους αστέρες)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία