παράλλαξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράλλαξη | οι | παραλλάξεις |
γενική | της | παράλλαξης* | των | παραλλάξεων |
αιτιατική | την | παράλλαξη | τις | παραλλάξεις |
κλητική | παράλλαξη | παραλλάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραλλάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράλλαξη < αρχαία ελληνική παράλλαξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράλλαξη θηλυκό
- (οπτική) η αλλαγή της θέσης δύο στατικών σημείων, που οφείλεται στην κίνηση του παρατηρητή ή όταν αυτός έχει στερεοσκοπική όραση και ανοιγοκλείνει τα μάτια του με αντίθετο χρονισμό το καθένα (βοηθά μόνο για σχετικά κοντινές αποστάσεις)
- (ναυτικός όρος) η θέση ενός αντικειμένου όπου η διόπτευση αυτού είναι 90 μοίρες (δεξιά ή αριστερά). Δηλαδή το αντικείμενο βρίσκεται προς το εγκάρσιο του πλοίου
- (αστρονομία) γωνία υπό την οποία προβάλλεται από ένα ουράνιο σώμα η ακτίνα της Γης (ή της γήινης τροχιάς για τους αστέρες)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παράλλαξη στη Βικιπαίδεια