παραλλάξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραλλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλλάσσω
- θα παραλλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλλάσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαραλλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράλλαξη