↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράλλαξῐς αἱ παραλλάξεις
      γενική τῆς παραλλάξεως τῶν παραλλάξεων
      δοτική τῇ παραλλάξει ταῖς παραλλάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράλλαξῐν τὰς παραλλάξεις
     κλητική ! παράλλαξῐ παραλλάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραλλάξει
γεν-δοτ τοῖν  παραλλαξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράλλαξις < παραλάσσω < παρ-αλλ-ακ-(jω) + -σις > -ξις → δείτε τις λέξεις παρά και αλλάσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράλλαξις θηλυκό

  1. η μεταβολή θέσης, εναλλαγή
  2. (ειδικότερα) μεταβολή προς το χειρότερο, η χειροτέρευση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτικός, 269e.4
    διὸ τὴν ἀνακύκλησιν εἴληχεν, ὅτι σμικροτάτην τῆς αὑτοῦ κινήσεως παράλλαξιν
  3. (ελληνιστική σημασία) (αστρονομία) η παράλλαξη
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης 7.126@perseus.tufts.edu, @Βικιθήκη
    ὁ Σύλλας εἶπεν/ […] ἢ διαστροφὴ μεγάλη καὶ παράλλαξις ἔσται τῆς γωνίας, ὅπερ ἀδύνατόν ἐστιν
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: γαλλικά: parallaxe
    αγγλικά: parallax
    νέα ελληνικά: παράλλαξη