Δείτε επίσης: Σοφοκλῆς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σοφοκλής οι Σοφοκλείς
Σοφοκλήδες**
      γενική του Σοφοκλή
Σοφοκλέους*
των Σοφοκλέων
Σοφοκλήδων
    αιτιατική τον Σοφοκλή τους Σοφοκλείς
Σοφοκλήδες
     κλητική Σοφοκλή Σοφοκλείς
Σοφοκλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σοφοκλής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σοφοκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε σοφ(ός) + -ο- + -κλής (κλέος) (δοξασμένος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σοφοκλής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία