Δείτε επίσης: -κλῆς
ΔΦΑ : /ˈklis/

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -κλής οι -κλείς
& -κλήδες**
      γενική του -κλή
& -κλέους*
των -κλέων
& -κλήδων
    αιτιατική τον -κλή τους -κλείς
& -κλήδες
     κλητική -κλή -κλείς
& -κλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Δείτε και την αρχαία κλίση του -κλῆς
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-κλής < αρχαία ελληνική -κλῆς < κλέος + -ης

-κλής αρσενικό (θηλυκό -κλεια)

  1. κατάληξη αρσενικών ονομάτων, κληρονομημένων από τα αρχαία, που σημαίνει ότι ο κάτοχός τους έχει κλέος / δόξα
    Νεοκλής
    Περικλής
    Εμπεδοκλής

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
-κλής < τουρκικά -klι δείτε -λής μετά από [k] από τις τουρκικές καταλήξεις -li, -lι[1]

-κλής αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία