ηράκλειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηράκλειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡράκλειος < Ἡρακλῆς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈɾa.kli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐ρά‐κλει‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαηράκλειος, -α, -ο
- που αναφέρεται στον Ηρακλή
- → δείτε τη λέξη Ηράκλειες Στήλες: το στενό του Γιβραλτάρ
- χαρακτηρισμός για ένα έργο, προσπάθεια κ.λπ. που έχει πολύ μεγάλους στόχους και θα απαιτήσει τεράστιες δυνάμεις και κόπο